- νη
- (I)νή, βοιωτ. και αρκαδ. τ. νεί (Α)μόριο το οποίο χρησιμοποιείται: 1. προκειμένου να δηλώσει ισχυρή βεβαίωση: α) (όταν συντάσσεται με αιτιατική τού ονόματος θεότητας στην οποία ορκίζεται κάποιος) ναι, μα («νὴ Δία κἀμὲ τοῡτ' ἔδρασε ταυτόν», Αριστοφ.)β) (συν.) σε απαντήσεις προς ερωτήσεις («νή Δία, κακοδαιμονῶσι γὰρ ἄνθρωποι», Δημοσθ.)γ) (ιδίως στη ρητορική) για απόκρουση ισχυρισμών ή αντιρρήσεων ή για εισαγωγή αντιρρήσεων που υποτίθεται ότι διατυπώνει ο αντίπαλος (α. «ἀλλ' οὐχ οἷόν τε, νὴ Δί'», Αριστοφ.β. «νὴ Δί', ἀλλ' ἀδίκως ἦρξα», Δημοσθ.)2. ως επιτατικό σε κλιμακωτό λόγο («ἄλλως τε μέντοι νὴ Δία πάντως καί...», Πλάτ.)3. με ειρωνική σημασία («μνησικακεῑν νὴ Δία πρὸς τοὺς βουλομένους σῴζεσθαι καὶ προφάσεις ζητεῑν», Δημ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ναι].————————(II)(στη βυζ. μουσ.) ο έβδομος φθόγγος τής κλίμακας που αρχίζει με το πα.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι Βυζαντινοί δήλωναν τις βαθμίδες τής μουσικής κλίμακας με τα πρώτα γράμματα τού αλφαβήτου, προσθέτοντας σύμφωνα προ τών φωνηέντων (πρβλ. πΑ, κΕ, νΗ) και φωνήεντα μετά τα σύμφωνα (πρβλ. Βου, Γα, Δι, Ζω) για ευφωνικούς λόγους].————————(III)νῆ (Α)(συνηρ. τ.) βλ. νέος.
Dictionary of Greek. 2013.